νταμωτός

νταμωτός
η , ό см. νταμάδος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νταμωτός" в других словарях:

  • νταμωτός — ή, ό ο νταμάτος, αυτός που έχει επιφάνεια διαιρεμένη σε τετραγωνίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντάμα «είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού» + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαντελ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • νταμάτος — και νταμάδος, η, ο (για υφάσματα) αυτός που έχει επάνω του υφασμένα ή σταμπαρισμένα συνεχόμενα μικρά τετράγωνα, όπως αυτά τού πίνακα που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι τής ντάμας, νταμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντάμα «είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού» +… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»