νταμωτός
Смотреть что такое "νταμωτός" в других словарях:
νταμωτός — ή, ό ο νταμάτος, αυτός που έχει επιφάνεια διαιρεμένη σε τετραγωνίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντάμα «είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού» + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαντελ ωτός)] … Dictionary of Greek
νταμάτος — και νταμάδος, η, ο (για υφάσματα) αυτός που έχει επάνω του υφασμένα ή σταμπαρισμένα συνεχόμενα μικρά τετράγωνα, όπως αυτά τού πίνακα που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι τής ντάμας, νταμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντάμα «είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού» +… … Dictionary of Greek